- πριστικός
- πρισ-τικός, ή, όν,A of or for sawing,
ξύλον Hero
*Geom.4.10;τέχνη Eustr.in EN296.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξύλον Hero
*Geom.4.10;τέχνη Eustr.in EN296.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πριστικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το σ βλ. πρίω) + κατάλ. τικός (πρβλ. καυσ τικός)] … Dictionary of Greek
πριστικοῦ — πριστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστικῇ — πριστικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστική — πριστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστικήν — πριστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοπριστικός — ξυλοπριστικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα ξύλων («ξυλοπριστικός πῆχυς», Ήρων Γεωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πριστικός (< πρίω «πριονίζω»)] … Dictionary of Greek